Εφημερίδα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εφημερίδα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
folha, calças, jornal, olhar, notícia, papel, gazeta, jornais, de jornal, de jornais, jornal de
Εφημερίδα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφημερίδα

εφημερίδα ελευθερία, εφημερίδα έθνος, εφημερίδα θεσσαλία, εφημερίδα της κυβερνήσεως, εφημερίδα συντακτών, εφημερίδα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφημερίδα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εφηβικός στα πορτογαλικά - núbil, nubile, idade de casar, casadoura, em idade de casar
  • εφημέριος στα πορτογαλικά - pároco, cura, vigário, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, ...
  • εφικτός στα πορτογαλικά - possível, possibilidade, factível, praticável, viável, exequível
  • εφοδιάζω στα πορτογαλικά - vitualhas, abastecer, victual
Τυχαίες λέξεις
Εφημερίδα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: folha, calças, jornal, olhar, notícia, papel, gazeta, jornais, de jornal, de jornais, jornal de