Καταπραΰνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καταπραΰνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suavizar, facilidade, descanso, aliviar, acalmar, soothe, acalmar a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταπραΰνω
καταπραΰνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταπραΰνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καταπολεμώ στα πορτογαλικά - figueira, brigar, pelejar, luta, lutar, combater, pugnar, ...
- καταποντίζω στα πορτογαλικά - pia, dissipador, dissipador de, lavatório, sink
- καταργώ στα πορτογαλικά - revogar, abolir, abolição, revogação, reler, reembolso, rescindir, ...
- καταριέμαι στα πορτογαλικά - amaldiçoar, maldizer, caril, maldição, praga, curse, a maldição
Τυχαίες λέξεις
Καταπραΰνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: suavizar, facilidade, descanso, aliviar, acalmar, soothe, acalmar a
Μεταφράσεις: suavizar, facilidade, descanso, aliviar, acalmar, soothe, acalmar a