Καταπραΰνω στα δανικά

Μετάφραση: καταπραΰνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pause, hvile, ro, dulme, lindre, berolige, at lindre, lindrer
Καταπραΰνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταπραΰνω

καταπραΰνω λεξικό γλώσσας δανικά, καταπραΰνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καταπολεμώ στα δανικά - slagsmål, slag, slås, kæmpe, stride, kamp, anfægte, ...
  • καταποντίζω στα δανικά - vask, håndvask, sink, vasken, sinken
  • καταργώ στα δανικά - afskaffe, ophæve, afskaffer, afskaffelse, at afskaffe
  • καταριέμαι στα δανικά - forbandelse, forbandelsen, forbande
Τυχαίες λέξεις
Καταπραΰνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pause, hvile, ro, dulme, lindre, berolige, at lindre, lindrer