Inundação στα ελληνικά
Μετάφραση: inundação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όροφος, κατακλύζω, πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλυσμός, πάτωμα, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, τις πλημμύρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inumano στα ελληνικά - αρχικά, απάνθρωπος, απάνθρωπη, απάνθρωπης, απάνθρωπες, απάνθρωπων
- inundar στα ελληνικά - πάτωμα, πλημμυρίζω, κατακλύζω, όροφος, πλημμύρες, πλημμύρα, πλημμύρας, ...
- invada στα ελληνικά - εισβάλλω, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
- invadir στα ελληνικά - εισβάλλω, εισβάλουν, εισβάλλουν, εισβάλει, εισβάλλει, εισβολή
Τυχαίες λέξεις
Inundação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όροφος, κατακλύζω, πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλυσμός, πάτωμα, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, τις πλημμύρες
Μεταφράσεις: όροφος, κατακλύζω, πλημμυρίζω, πλημμύρες, κατακλυσμός, πάτωμα, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, τις πλημμύρες