Πενία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πενία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pobreza, derrame, indigência, de indigência, da indigência, a indigência, indigence
Πενία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενία

πενία τέχνας κατεργάζεται ποτε χρησιμοποιειται, πενία λεξικό, πενία τέχνας κατεργάζεται βικιπαιδεια, πενία ορισμος, πενία τέχνες κατεργάζεται, πενία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πενία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πεμπτουσία στα πορτογαλικά - quintessência, essência, quintessence, quinta essência
  • πενήντα στα πορτογαλικά - quinquagésima, cinqüenta, cinquenta, cinqüênta, de cinquenta, de cinqüenta
  • πενθώ στα πορτογαλικά - acabrunhar, afligir, desprazer, grade, sofrer, chorar, lamentar, ...
  • πενιχρός στα πορτογαλικά - pobre, mau, coitado, miserável, lastimável, popa, gasto, ...
Τυχαίες λέξεις
Πενία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pobreza, derrame, indigência, de indigência, da indigência, a indigência, indigence