Πενία στα δανικά

Μετάφραση: πενία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, indigence, trang, social nød, armod, trangssituation
Πενία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πενία

πενία τέχνας κατεργάζεται ποτε χρησιμοποιειται, πενία λεξικό, πενία τέχνας κατεργάζεται βικιπαιδεια, πενία ορισμος, πενία τέχνες κατεργάζεται, πενία λεξικό γλώσσας δανικά, πενία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πεμπτουσία στα δανικά - indbegrebet, kvintessens, kvintessensen, essensen
  • πενήντα στα δανικά - halvtreds, fifty, halvtredsindstyve, og halvtreds
  • πενθώ στα δανικά - beklage, begræde, sørge, sørger, sørge over, sørger over
  • πενιχρός στα δανικά - fattig, dårlig, ond, slet, lurvet, shabby, lurvede
Τυχαίες λέξεις
Πενία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fattigdom, indigence, trang, social nød, armod, trangssituation