Πόθος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πόθος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
volúpia, sensualidade, ânsia, saudade, anelo, anseio, desejo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόθος
πόθος παναγιώτης, πόθος σκιάθος, πόθος ετυμολογια, πόθος ε. & οικονόμου η. (2010). θέματα γνωστικής ψυχολογίας, πόθος φυτό, πόθος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πόθος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πόδια στα πορτογαλικά - pernas, as pernas, pés, patas, pernas de
- πόζα στα πορτογαλικά - pose, representam, representar, colocar, colocam
- πόλεμος στα πορτογαλικά - anseio, queira, guerra, querer, a guerra, de guerra, da guerra, ...
- πόλη στα πορτογαλικά - município, metrópoles, torre, metrópole, cidade, vila, da cidade, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόθος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: volúpia, sensualidade, ânsia, saudade, anelo, anseio, desejo
Μεταφράσεις: volúpia, sensualidade, ânsia, saudade, anelo, anseio, desejo