Πόθος στα ολλανδικά
Μετάφραση: πόθος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wellust, lust, geilheid, passie, roes, hartstocht, smachtend verlangen, verlangen, hunkering, smacht, hunkerend
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόθος
πόθος παναγιώτης, πόθος σκιάθος, πόθος ετυμολογια, πόθος ε. & οικονόμου η. (2010). θέματα γνωστικής ψυχολογίας, πόθος φυτό, πόθος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πόθος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πόδια στα ολλανδικά - benen, poten, de benen, benen van
- πόζα στα ολλανδικά - neerleggen, leggen, aanstellerij, poseren, plaatsen, gemaaktheid, stellen, ...
- πόλεμος στα ολλανδικά - oorlog, krijg, de oorlog, war, strijd
- πόλη στα ολλανδικά - stad, stadje, hoofdstad, plaats, metropool, dorp, wereldstad, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόθος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wellust, lust, geilheid, passie, roes, hartstocht, smachtend verlangen, verlangen, hunkering, smacht, hunkerend
Μεταφράσεις: wellust, lust, geilheid, passie, roes, hartstocht, smachtend verlangen, verlangen, hunkering, smacht, hunkerend