Στάση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στάση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rolamento, postura, atitude, a atitude, atitude de, atitudes
Στάση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στάση

στάση του λωτού, στάση στο χαλάνδρι, στάση μετρό, στάση εργασίας, στάση γάτα, στάση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στάση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στάθμη στα πορτογαλικά - plano, chão, planar, aeroplano, raso, igual, plaina, ...
  • στάμνα στα πορτογαλικά - poço, jarra, jarro, cântaro, bilha, arremessador, lançador
  • στάσιμος στα πορτογαλικά - estacionário, estacionária, parado, papelaria, fixa
  • στάχτη στα πορτογαλικά - freixo, cinzas, cinza, cinders, brasas, as cinzas, cinzas de
Τυχαίες λέξεις
Στάση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rolamento, postura, atitude, a atitude, atitude de, atitudes