Στριμώχνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στριμώχνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esquina, agachar-se, nicho, canto, aperto, sanduíche, sandwich, sanduíche de, de sanduíche, sandes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στριμώχνω
στριμώχνω συνώνυμα, στριμώχνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στριμώχνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στριγκλίζω στα πορτογαλικά - gritar, fermento, bradar, berrar, grito, riscar, guincho, ...
- στριγκλιά στα πορτογαλικά - grito, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech
- στριφογυρίζω στα πορτογαλικά - rotação, derramar, derramamento, meneio, furtar, contorcer, contorça, ...
- στριφογύρισμα στα πορτογαλικά - rodopio, pirueta, rodopiar, twirl, do twirl
Τυχαίες λέξεις
Στριμώχνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esquina, agachar-se, nicho, canto, aperto, sanduíche, sandwich, sanduíche de, de sanduíche, sandes
Μεταφράσεις: esquina, agachar-se, nicho, canto, aperto, sanduíche, sandwich, sanduíche de, de sanduíche, sandes