Στριμώχνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: στριμώχνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кут, стиск, куток, закуток, відтиск, здавити, відбиток, стискання, ріг, сендвіч, сендвич, сандвіч
Στριμώχνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στριμώχνω

στριμώχνω συνώνυμα, στριμώχνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στριμώχνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στριγκλίζω στα ουκρανικά - кричущий, верескливий, крик, скрик, верещати, кричати, крикнути, ...
  • στριγκλιά στα ουκρανικά - вереск, виск, вищання, визг, верещання
  • στριφογυρίζω στα ουκρανικά - кружляння, крутитися, крутити, прясти, звиватися, ізвиватися, звивається, ...
  • στριφογύρισμα στα ουκρανικά - кружляння, прядиво, вертіння, прядіння, обертання, вертіти, крутити, ...
Τυχαίες λέξεις
Στριμώχνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кут, стиск, куток, закуток, відтиск, здавити, відбиток, стискання, ріг, сендвіч, сендвич, сандвіч