Σχηματίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σχηματίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
modelar, forma, jeito, rasa, maneira, feitio, fascinante, plasmar, costume, moda, molde, mofo, do molde, molde de, de molde
Σχηματίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχηματίζω

σχηματίζω συνώνυμα, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω εικόνα, σχηματίζω άποψη, σχηματίζω μετάφραση, σχηματίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σχηματίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σχετικά στα πορτογαλικά - relativamente, parente, relativo, sobre, cerca de, cerca, sobre o, ...
  • σχετικός στα πορτογαλικά - parente, relativo, relativa, relação, em relação
  • σχηματισμός στα πορτογαλικά - formação, formação de, a formação, de formação, a formação de
  • σχισμή στα πορτογαλικά - entalhe, brecha, fenda, inclinação, ranhura, slot de, compartimento
Τυχαίες λέξεις
Σχηματίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: modelar, forma, jeito, rasa, maneira, feitio, fascinante, plasmar, costume, moda, molde, mofo, do molde, molde de, de molde