Σύρομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σύρομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rastejamento, rastejar, deformação, arrastamento, fluência
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύρομαι
σύρομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σύρομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σύριγγα στα πορτογαλικά - seringa, seringa de, de seringa, da seringa, syringe
- σύρμα στα πορτογαλικά - arame, invernar, fio, telegrama, fios, fio de, de arame
- σύρσιμο στα πορτογαλικά - rastejar, rastejamento, arrasto, arrastando, Arrastar, Dragging
- σύσκεψη στα πορτογαλικά - liga, aliança, conferência, deliberação, deliberações, a deliberação, Debate, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύρομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rastejamento, rastejar, deformação, arrastamento, fluência
Μεταφράσεις: rastejamento, rastejar, deformação, arrastamento, fluência