Uso στα ελληνικά

Μετάφραση: uso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Uso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • urânio στα ελληνικά - αστικός, ουράνιο, ουρανίου, του ουρανίου, το ουράνιο, ουράνιου
  • usar στα ελληνικά - βάζω, αιτούμαι, εφαρμόζω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, ...
  • usual στα ελληνικά - κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
  • usurpar στα ελληνικά - σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
Τυχαίες λέξεις
Uso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση