Fim στα ελληνικά
Μετάφραση: fim, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, σκοπεύω, κολλητός, γκολ, χρησιμοποιώ, πνιγηρός, λειτουργία, αντικείμενο, στόχος, αποφασιστικότητα, αντιτείνω, τελειώνω, δεξίωση, λειτουργώ, κατάληξη, κοντά, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- filão στα ελληνικά - στρώμα, φλέβα μεταλλεύματος, Lode, κοίτασμα, κοιτασμάτων, τεράστια πληθώρα
- filósofo στα ελληνικά - φιλόσοφος, φιλοσοφία, φιλοσόφου, φιλόσοφο, φιλόσοφου
- final στα ελληνικά - τελικός, τελικά, τελική, τελικό, τελικής, τελικού
- finalidade στα ελληνικά - σκοπός, πορτοφόλι, γκολ, στόχος, στόχο, στόχου, ο στόχος
Τυχαίες λέξεις
Fim στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, σκοπεύω, κολλητός, γκολ, χρησιμοποιώ, πνιγηρός, λειτουργία, αντικείμενο, στόχος, αποφασιστικότητα, αντιτείνω, τελειώνω, δεξίωση, λειτουργώ, κατάληξη, κοντά, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
Μεταφράσεις: χρήση, σκοπεύω, κολλητός, γκολ, χρησιμοποιώ, πνιγηρός, λειτουργία, αντικείμενο, στόχος, αποφασιστικότητα, αντιτείνω, τελειώνω, δεξίωση, λειτουργώ, κατάληξη, κοντά, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη