Καύσιμος στα ρουμανικά
Μετάφραση: καύσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
combustibil, combustibile, inflamabile, combustibilă, inflamabil
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύσιμος
καύσιμος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, καύσιμος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- καύσιμα στα ρουμανικά - combustibil, de combustibil, carburant, combustibilului, de carburant
- καύσιμο στα ρουμανικά - combustibil, combustibile, inflamabile, combustibilă, inflamabil
- κείμαι στα ρουμανικά - mini, minciună, keimai
- κείμενο στα ρουμανικά - coridor, text, textului, textul, de text, a textului
Τυχαίες λέξεις
Καύσιμος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: combustibil, combustibile, inflamabile, combustibilă, inflamabil
Μεταφράσεις: combustibil, combustibile, inflamabile, combustibilă, inflamabil