Неуловимый στα ελληνικά

Μετάφραση: неуловимый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεπτός, αμυδρός, ασαφής, διφορούμενος, ασύλληπτος, ακαθόριστος, πτητικός, εκλεπτυσμένος, φευγαλέος, φίνος, απατηλός, άπιαστος, φευγαλέα, άπιαστο, αόριστη
Неуловимый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безрассудство στα ελληνικά - τύφλωση, αποκοτιά, απερισκεψία, απερισκεψίας, απροσεξία, η απερισκεψία
  • ворованный στα ελληνικά - κλαπεί, κλεμμένων, κλεμμένα, κλεμμένο, κλοπής
  • голыш στα ελληνικά - αγόρι, κούκλα, ψηφίο, βότσαλο, βότσαλα, με βότσαλα, βοτσαλωτή, ...
  • декаграмм στα ελληνικά - δέκα γραμμάρια
Τυχαίες λέξεις
Неуловимый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεπτός, αμυδρός, ασαφής, διφορούμενος, ασύλληπτος, ακαθόριστος, πτητικός, εκλεπτυσμένος, φευγαλέος, φίνος, απατηλός, άπιαστος, φευγαλέα, άπιαστο, αόριστη