Πτητικός στα ρωσικά

Μετάφραση: πτητικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неуловимый, непостоянный, летучий, летучих, летучие, энергозависимые, летучим
Πτητικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πτητικός

πτητικός διαλύτης, πτητικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, πτητικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πτηνοτροφείο στα ρωσικά - птичник, вольер, вольера, птичий вольер
  • πτηνό στα ρωσικά - птица, дичь, птицеводство, курица, птицы, птиц, птицей, ...
  • πτοώ στα ρωσικά - конфузить, смущать, внушать благоговейный страх, вызвать благоговение, устрашить, благоговение, держать в благоговейном страхе
  • πτυχή στα ρωσικά - впадина, подбирать, закрывать, плести, борозда, коса, засучивать, ...
Τυχαίες λέξεις
Πτητικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: неуловимый, непостоянный, летучий, летучих, летучие, энергозависимые, летучим