Καλλιεργώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: καλλιεργώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
расте, растат, порасне, прерасне, се зголеми
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλλιεργώ
καλλιεργώ φασόλια, καλλιεργώ φράουλες, καλλιεργώ αρακά, καλλιεργώ λαχανικά φρούτα αρωματικά φυτά, καλλιεργώ συνώνυμα, καλλιεργώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, καλλιεργώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- καλκάνι στα σλαβομακεδονικά - калкан
- καλλιεργημένος στα σλαβομακεδονικά - култивиран, образован, култивирани, одгледувани, културни
- καλλιτέχνης στα σλαβομακεδονικά - уметникот, уметник, артист, изведувач, сликар
- καλλιτεχνία στα σλαβομακεδονικά - уметност, вештина, уметност на, мајсторство, уметност се
Τυχαίες λέξεις
Καλλιεργώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: расте, растат, порасне, прерасне, се зголеми
Μεταφράσεις: расте, растат, порасне, прерасне, се зголеми