Κοινωνικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κοινωνικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
социјална, социјалната, социјално, социјалните, социјални
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινωνικός
κοινωνικός τουρισμός ογα, κοινωνικός ρατσισμός ορισμός, κοινωνικός τουρισμός 2014 καταλύματα, κοινωνικός αποκλεισμός, κοινωνικός τουρισμός οαεδ, κοινωνικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κοινωνικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κοινοτυπία στα σλαβομακεδονικά - баналност, Очигледната вистина, факт, очигледно нешто, очигледна вистина
- κοινωνία στα σλαβομακεδονικά - општеството, општество, организации, на општеството
- κοινόβιο στα σλαβομακεδονικά - априори, приорат, априори ги, Приорат резиденција, резиденција Приорат
- κοινός στα σλαβομακεδονικά - заедничка, заеднички, заедничките, заедничко, општи
Τυχαίες λέξεις
Κοινωνικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: социјална, социјалната, социјално, социјалните, социјални
Μεταφράσεις: социјална, социјалната, социјално, социјалните, социјални