Λιμοκτονώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λιμοκτονώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гладуваат, гладува, изгладнат, умрат од глад, изгладнуваат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιμοκτονώ
λιμοκτονώ συνωνυμο, λιμοκτονώ αντωνυμο, λιμοκτονώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λιμοκτονώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λιμνάζων στα σλαβομακεδονικά - стагнација, стагнацијата, стагнација на, застојот
- λιμνούλα στα σλαβομακεδονικά - барата, езерце, езерцето, рибникот, базен
- λιμουζίνα στα σλαβομακεδονικά - Лимузина, лимузината, Комби, лимузина со
- λιμός στα σλαβομακεδονικά - глад, гладување, гладот, на гладот
Τυχαίες λέξεις
Λιμοκτονώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: гладуваат, гладува, изгладнат, умрат од глад, изгладнуваат
Μεταφράσεις: гладуваат, гладува, изгладнат, умрат од глад, изгладнуваат