Λινάρι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λινάρι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лен, ленено, ленени, ленот, Лена
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λινάρι
λινάρι ιδιότητες, λινάρι φυτό, λινάρι καλλιέργεια, παραλία λινάρι, λινάρι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λινάρι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λιμουζίνα στα σλαβομακεδονικά - Лимузина, лимузината, Комби, лимузина со
- λιμός στα σλαβομακεδονικά - глад, гладување, гладот, на гладот
- λινό στα σλαβομακεδονικά - лен, постелнина, платно, ленени, ленено
- λινός στα σλαβομακεδονικά - cambric
Τυχαίες λέξεις
Λινάρι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: лен, ленено, ленени, ленот, Лена
Μεταφράσεις: лен, ленено, ленени, ленот, Лена