Οχύρωση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: οχύρωση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фортификација, фортификациски, укрепување, тврдина, бедем
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οχύρωση
οχύρωση δεκέλειας, οχύρωση κωνσταντινούπολης, κυκλώπεια οχύρωση, οχύρωση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, οχύρωση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- οχιά στα σλαβομακεδονικά - Viper, змија, вајпер
- οχυρό στα σλαβομακεδονικά - тврдината, упориште, упориштето, тврдина, упоришта, упориште на
- ούγια στα σλαβομακεδονικά - кенар
- ούρα στα σλαβομακεδονικά - урина, урината, на урина, мочка, на урината
Τυχαίες λέξεις
Οχύρωση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: фортификација, фортификациски, укрепување, тврдина, бедем
Μεταφράσεις: фортификација, фортификациски, укрепување, тврдина, бедем