Σαγηνεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: σαγηνεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уловка
Σαγηνεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαγηνεύω

σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, σαγηνεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • σαβούρα στα σλαβομακεδονικά - баластот, ѓубре, џанк, несакана, сметот, брза
  • σαγηνευτικός στα σλαβομακεδονικά - гламурозна, гламурозен, гламурозно, гламурозни, гламурозната
  • σαγόνι στα σλαβομακεδονικά - вилица, вилицата, челуст, на вилицата
  • σαθρός στα σλαβομακεδονικά - нестручни, нестабилен, несигурна, нездрава
Τυχαίες λέξεις
Σαγηνεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: уловка