Σαγηνεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σαγηνεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betoveren, verrukken, fascineren, bekoren, list, lokken, Wile, van Wile, wile het
Σαγηνεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαγηνεύω

σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία, σαγηνεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαγηνεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαβούρα στα ολλανδικά - ballast, rommel, jonk, junk, troep, ongewenste
  • σαγηνευτικός στα ολλανδικά - lekker, betoverend, aanlokkelijk, glamoureuze, glamour, betoverende, glamoureus
  • σαγόνι στα ολλανδικά - kaak, kakement, bek, kaken, klauw, de kaak
  • σαθρός στα ολλανδικά - verrot, bedorven, rot, ongezond, ondeugdelijk, ondeugdelijke, ongezonde, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαγηνεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: betoveren, verrukken, fascineren, bekoren, list, lokken, Wile, van Wile, wile het