Άσυλο στα σουηδικά
Μετάφραση: άσυλο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asyl, asyl-, asylfrågor, asylsökande
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άσυλο
άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο ανιάτων κυψέλης, άσυλο ανιάτων, άσυλο του παιδιού, άσυλο κατοικίας, άσυλο λεξικό γλώσσας σουηδικά, άσυλο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- άσπρος στα σουηδικά - uttryckslös, vit, nitlott, vitt, vita, white, vits
- άστατος στα σουηδικά - variabel, ombytlig, föränderlig, ombytliga, ombytligt, fickle, nyckfulla
- άσφαλτος στα σουηδικά - asfalt, asfalten, asfalts
- άσχετος στα σουηδικά - irrelevant, irrelevanta, ovidkommande, relevant, betydelse
Τυχαίες λέξεις
Άσυλο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: asyl, asyl-, asylfrågor, asylsökande
Μεταφράσεις: asyl, asyl-, asylfrågor, asylsökande