Άσυλο στα τούρκικα

Μετάφραση: άσυλο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
barınak, sığınak, iltica, sığınma, sığınmacı, sı
Άσυλο στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άσυλο

άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο ανιάτων κυψέλης, άσυλο ανιάτων, άσυλο του παιδιού, άσυλο κατοικίας, άσυλο λεξικό γλώσσας τούρκικα, άσυλο στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • άσπρος στα τούρκικα - boş, ak, beyaz, beyaz bir, white
  • άστατος στα τούρκικα - gelgeç, dönek, kararsız, fickle, değişken
  • άσφαλτος στα τούρκικα - asfalt, bitumenler, asphalt
  • άσχετος στα τούρκικα - ilgisiz, alakasız, önemsiz, ilgisi, gereksiz
Τυχαίες λέξεις
Άσυλο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: barınak, sığınak, iltica, sığınma, sığınmacı, sı