Άσυλο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: άσυλο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refúgios, refúgio, guarida, albergue, asilo, de asilo, matéria de asilo, do asilo, o asilo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άσυλο
άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο ανιάτων κυψέλης, άσυλο ανιάτων, άσυλο του παιδιού, άσυλο κατοικίας, άσυλο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άσυλο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- άσπρος στα πορτογαλικά - assobio, assobiar, branco, branca, brancos, white, o branco
- άστατος στα πορτογαλικά - inconstante, volúvel, instável, inconstantes, volúveis
- άσφαλτος στα πορτογαλικά - asfalto, de asfalto, do asfalto, o asfalto, asfaltada
- άσχετος στα πορτογαλικά - irrelevante, irrelevantes, pertinente, relevante
Τυχαίες λέξεις
Άσυλο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: refúgios, refúgio, guarida, albergue, asilo, de asilo, matéria de asilo, do asilo, o asilo
Μεταφράσεις: refúgios, refúgio, guarida, albergue, asilo, de asilo, matéria de asilo, do asilo, o asilo