Αρμοδιότητα στα σουηδικά
Μετάφραση: αρμοδιότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
provins, län, område, landskap, kompetens, behörighet, behörighets, kompetensen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμοδιότητα
αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιώς, αρμοδιότητα συνώνυμο, αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιά, αρμοδιότητα διοικητικού εφετείου, αρμοδιότητα δου, αρμοδιότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, αρμοδιότητα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αρμάδα στα σουηδικά - armada, armadan, armadaen
- αρμέγω στα σουηδικά - armego
- αρμονία στα σουηδικά - enhet, harmoni, harmonin, samklang, Harmony
- αρμόδιος στα σουηδικά - ansvarig, behöriga, behörig, kompetent, behörigt
Τυχαίες λέξεις
Αρμοδιότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: provins, län, område, landskap, kompetens, behörighet, behörighets, kompetensen
Μεταφράσεις: provins, län, område, landskap, kompetens, behörighet, behörighets, kompetensen