Αρμοδιότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αρμοδιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
províncias, esfera, província, se, si, território, competência, competências, a competência, de competência, capacidade
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρμοδιότητα
αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιώς, αρμοδιότητα συνώνυμο, αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιά, αρμοδιότητα διοικητικού εφετείου, αρμοδιότητα δου, αρμοδιότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρμοδιότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αρμάδα στα πορτογαλικά - armada, esquadra, armada de, a armada
- αρμέγω στα πορτογαλικά - militar, leite, ordenhar, armego
- αρμονία στα πορτογαλικά - unidade, concordar, união, aliar, unir, um, anuir, ...
- αρμόδιος στα πορτογαλικά - responsável, competente, competentes, competência
Τυχαίες λέξεις
Αρμοδιότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: províncias, esfera, província, se, si, território, competência, competências, a competência, de competência, capacidade
Μεταφράσεις: províncias, esfera, província, se, si, território, competência, competências, a competência, de competência, capacidade