Δόρυ στα τούρκικα
Μετάφραση: δόρυ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mızrak, kargı, spear, zıpkınla, zıpkın, deniz altı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόρυ
δόρυ ετυμολογία, δόρυ mieszko, δόρυ του έθνους, δόρυ αγγλικά, αρχαίο δόρυ, δόρυ λεξικό γλώσσας τούρκικα, δόρυ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δόνηση στα τούρκικα - titreşim, salınım, vibrasyon, titreşimi, titreşimli, titreşime
- δόξα στα τούρκικα - şan, şöhret, şeref, glory, şeref üstüne, görkemi
- δότης στα τούρκικα - verici, donör, donor, bağış, bağışçı
- δύναμη στα τούρκικα - çekmek, şiddet, personel, kudret, güç, zorlamak, sürmek, ...
Τυχαίες λέξεις
Δόρυ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: mızrak, kargı, spear, zıpkınla, zıpkın, deniz altı
Μεταφράσεις: mızrak, kargı, spear, zıpkınla, zıpkın, deniz altı