Mal στα ελληνικά

Μετάφραση: mal, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προϊόν, πραμάτεια, ακίνητο, περιουσία, κτήμα, κατοχή, ιδιοκτησία, σπίτι, εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά
Mal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • maksimum στα ελληνικά - ανώτατο όριο, μέγιστη, μέγιστο, μέγιστης, μέγιστου
  • makul στα ελληνικά - λογικός, εύλογη, εύλογο, λογικό, λογική
  • mali στα ελληνικά - οικονομικός, χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
  • malim στα ελληνικά - οριστικός, σαφής, η οικονομική πρόσβαση, οικονομικής πρόσβασης
Τυχαίες λέξεις
Mal στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: προϊόν, πραμάτεια, ακίνητο, περιουσία, κτήμα, κατοχή, ιδιοκτησία, σπίτι, εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά