Pay στα ελληνικά
Μετάφραση: pay, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτημα, μερίδα, μοιράζομαι, μοιράζω, χωρίζω, μερίδιο, κατανέμω, συστατικός, κλήρος, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- patron στα ελληνικά - μετρ, δεξιοτέχνης, κύριος, αφέντης, αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, ...
- pavurya στα ελληνικά - καβουράκι, καβούρι, καβούρια, καβουριών, τα καβούρια, καβουριού
- paylama στα ελληνικά - επιπλήττω, επιτιμώ, κατσαδιάζω, επίπληξη, κατηγορείς, να κατηγορείς, ονειδίζει, ...
- paylaştırmak στα ελληνικά - κατανέμω, διανέμω, κατανομή, κατανείμει, κατανέμει, αποδοθούν, να αποδοθούν
Τυχαίες λέξεις
Pay στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτημα, μερίδα, μοιράζομαι, μοιράζω, χωρίζω, μερίδιο, κατανέμω, συστατικός, κλήρος, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Μεταφράσεις: εξάρτημα, μερίδα, μοιράζομαι, μοιράζω, χωρίζω, μερίδιο, κατανέμω, συστατικός, κλήρος, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο