Parça στα ελληνικά
Μετάφραση: parça, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτημα, συστατικός, χωρίζω, μερίδα, τομή, μερίδιο, τμήμα, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- parola στα ελληνικά - λέξη, κωδικό πρόσβασης, κωδικός πρόσβασης, κωδικό, τον κωδικό, τον κωδικό πρόσβασης
- parti στα ελληνικά - παρέα, συμβαλλόμενος, κόμμα, διάδικος, κόμματος, συμβαλλόμενο μέρος, διαδίκου
- parçalamak στα ελληνικά - σπάσιμο, Smash, συντριβή, συντριβής, τρομερή
- parıldamak στα ελληνικά - σπιθίζω, λαμπυρίζω, λάμψη, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει
Τυχαίες λέξεις
Parça στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτημα, συστατικός, χωρίζω, μερίδα, τομή, μερίδιο, τμήμα, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Μεταφράσεις: εξάρτημα, συστατικός, χωρίζω, μερίδα, τομή, μερίδιο, τμήμα, μέρος, πλαίσιο, μέρους, μέρει