Φρενίτιδα στα τούρκικα

Μετάφραση: φρενίτιδα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çılgınlık, kudurtmak, çıldırtmak, taşkınlık, kendinden geçme
Φρενίτιδα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρενίτιδα

γερμανοφοβική φρενίτιδα, φρενίτιδα συνωνυμα, φρενίτιδα λεξικο, φρενίτιδα ορισμος, φρενίτιδα βικιπαιδεια, φρενίτιδα λεξικό γλώσσας τούρκικα, φρενίτιδα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • φρενάρισμα στα τούρκικα - frenleme, fren, freni
  • φρενάρω στα τούρκικα - frenlemek, fren, Frenaros
  • φρενιτιώδης στα τούρκικα - çılgın, hummalı, çılgınca, frenetic, çılgın bir
  • φρεσκάδα στα τούρκικα - tazelik, tazeliği, tazeliğini, ferahlık
Τυχαίες λέξεις
Φρενίτιδα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çılgınlık, kudurtmak, çıldırtmak, taşkınlık, kendinden geçme