Luottaa στα ελληνικά

Μετάφραση: luottaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, εμπιστεύομαι, ορκίζομαι, δεσμεύω, διαπράττω, εμπιστοσύνη, εξαρτώμαι, βασίζονται, στηρίζονται, επικαλεστεί, στηριχθεί, επικαλούνται
Luottaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • luotsi στα ελληνικά - πιλοτάρω, πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
  • luotsimaksu στα ελληνικά - ναυτιλία, ο πιλότος της, ο πιλότος του, ο πιλότος
  • luottaminen στα ελληνικά - εξάρτηση, Εμπιστοσύνη, Η εμπιστοσύνη, Εμπιστευόμαστε, Εμπιστεμένος, Εμπιστευόμενοι
  • luottamuksellinen στα ελληνικά - εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική
Τυχαίες λέξεις
Luottaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, εμπιστεύομαι, ορκίζομαι, δεσμεύω, διαπράττω, εμπιστοσύνη, εξαρτώμαι, βασίζονται, στηρίζονται, επικαλεστεί, στηριχθεί, επικαλούνται