Κόρνα στα φινλανδικά
Μετάφραση: κόρνα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sakara, tuntosarvi, torvi, sarvi, horn, sarven, käyrätorvi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρνα
κόρνα μοτοσυκλέτας, κόρνα αέροσ, κόρνα αστυνομίας, κόρνα ποδηλάτου, κόρνα ναυτίλος, κόρνα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κόρνα στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- κόρα στα φινλανδικά - hävyttömyys, rupi, kamara, hanki, julkeus, kuori, crust, ...
- κόρη στα φινλανδικά - tytär, tyttärensä, tyttären, tyttäresi, tyttäreni
- κόσμημα στα φινλανδικά - korut, jalokivi, jalokivikoru, koru, helmi, jewel, koruja
- κόσμος στα φινλανδικά - maailma, asuttaa, ihminen, asua, jengi, ihmisrotu, ihmiset, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόρνα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sakara, tuntosarvi, torvi, sarvi, horn, sarven, käyrätorvi
Μεταφράσεις: sakara, tuntosarvi, torvi, sarvi, horn, sarven, käyrätorvi