Õõs στα ελληνικά
Μετάφραση: õõs, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, κούφιος, κοιλότητα, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, θαλάμου, Επιμελητήριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ilmajätmine στα ελληνικά - στέρηση, στέρησης, στερητική, στερήσεις, η στέρηση
- impulsiivne στα ελληνικά - ορμητικός, ορμέμφυτος, ακάθεκτος, απερίσκεπτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, ...
- kolleeg στα ελληνικά - τύπος, συνάδελφος, άντρας, συνάδελφό, συνάδελφός, τον συνάδελφό, ο συνάδελφός
- kruus στα ελληνικά - κούπα, μούρη, χαλίκι, κύπελλο, κυπέλλου, κούπα που, την κούπα
Τυχαίες λέξεις
Õõs στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, κούφιος, κοιλότητα, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, θαλάμου, Επιμελητήριο
Μεταφράσεις: κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, κούφιος, κοιλότητα, θάλαμος, τμήμα, θάλαμο, θαλάμου, Επιμελητήριο