Βαθουλωμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õõs, sissevajunud, älves, sälgud, mõlkis, dented, tekkinud sälgud, halvendanud
Βαθουλωμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος

βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, βαθουλωμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βαθμολόγηση στα εσθονικά - tasandamine, sortimine, märgistus, märgistamine, tähistamine, märgise
  • βαθμός στα εσθονικά - markus, hinne, aste, ulatus, järk, auaste, reastama, ...
  • βαθουλώνω στα εσθονικά - tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe
  • βαθούλωμα στα εσθονικά - tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: õõs, sissevajunud, älves, sälgud, mõlkis, dented, tekkinud sälgud, halvendanud