Abitu στα ελληνικά

Μετάφραση: abitu, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Abitu στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abistamine στα ελληνικά - υποστήριξη, υποστηρίζοντας, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζουν
  • abistav στα ελληνικά - εξυπηρετικός, βοηθητικές, βοηθητικών, παρεπόμενες, παρεπόμενη, επικουρικών
  • abivahend στα ελληνικά - ευχέρεια, ευκολία, πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου
  • abivalmidus στα ελληνικά - χρησιμότητα, εξυπηρετικότητα, η εξυπηρετικότητα, προθυμία, την εξυπηρετικότητα
Τυχαίες λέξεις
Abitu στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο