Ανήμπορος στα εσθονικά
Μετάφραση: ανήμπορος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
abitu, abitus, abitud, abitust, abitusse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήμπορος
ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανήμπορος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ανήθικος στα εσθονικά - moraalivastane, ebamoraalne, amoraalne, moraalitonta, ebamoraalsed, ebamoraalse
- ανήκω στα εσθονικά - kuuluma, kuuluvad, kuulu, kuulub, kuuluda
- ανήσυχα στα εσθονικά - närviliselt, kohmetult, rahutult, murelikult
- ανήσυχος στα εσθονικά - kibelev, murelik, rahutu, mures, muret, närviline
Τυχαίες λέξεις
Ανήμπορος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: abitu, abitus, abitud, abitust, abitusse
Μεταφράσεις: abitu, abitus, abitud, abitust, abitusse