Pentsik στα ελληνικά

Μετάφραση: pentsik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλαβός, εκκεντρικός, περίεργος, περιέργεια, δείτε, περίεργοι, γνωρίζετε
Pentsik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eesõigus στα ελληνικά - προτεραιότητα, προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
  • lõpplahendus στα ελληνικά - οριστικό διακανονισμό, οριστική διευθέτηση, τελική διευθέτηση, οριστικής διευθέτησης, οριστικός διακανονισμός
  • mainekas στα ελληνικά - ονομαστός, τίμιος, ευυπόληπτος, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστους, έγκριτο
  • nõelamine στα ελληνικά - τσιμπώ, κεντρί, κεντρίζω, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Τυχαίες λέξεις
Pentsik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλαβός, εκκεντρικός, περίεργος, περιέργεια, δείτε, περίεργοι, γνωρίζετε