Puusärk στα ελληνικά

Μετάφραση: puusärk, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φέρετρο, κιβούρι, κάσα, κασετίνα, λάρνακα, φέρετρο του
Puusärk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autoelamu στα ελληνικά - τροχόσπιτο, Camper, κατασκηνωτή, κατασκήνωσης, τροχόσπιτα
  • fruktoos στα ελληνικά - φρουκτόζη, φρουκτόζης, η φρουκτόζη, σε φρουκτόζη, στη φρουκτόζη
  • hallilt στα ελληνικά - γκριζαρισμένα, γκριζαρισμένο, σκιασμένα, γκριζαρισμένη, με αχνά γράμματα
  • instrument στα ελληνικά - όργανο, εργαλείο, μέσο, μέσου, πράξη
Τυχαίες λέξεις
Puusärk στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φέρετρο, κιβούρι, κάσα, κασετίνα, λάρνακα, φέρετρο του