Dómari στα ελληνικά

Μετάφραση: dómari, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικάζω, κριτής, διαιτητής, Διαιτητή, Κριτής, Διαιτητών, Κριτή
Dómari στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dís στα ελληνικά - νεράιδα, θεά, Dis, του DIS, ϋίδ, το DIS
  • dívan στα ελληνικά - καναπές, ανάκλιντρο, ντιβάνι, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ...
  • dómkirkja στα ελληνικά - καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του
  • dómstóll στα ελληνικά - επιτροπή, ερωτοτροπώ, δικαστήριο, αυλή, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Dómari στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικάζω, κριτής, διαιτητής, Διαιτητή, Κριτής, Διαιτητών, Κριτή