Drengur στα ελληνικά
Μετάφραση: drengur, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, αγόρι, Boy, παιδί, αγοριών, αγόρι που
Μεταφράσεις
- drekkandi στα ελληνικά - πόσιμο, πόσιμου, το πόσιμο, του πόσιμου, πίνοντας
- drekkja στα ελληνικά - πνίγομαι, πνίγω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν
- drepa στα ελληνικά - σκοτώνω, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
- drepast στα ελληνικά - τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Drengur στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, αγόρι, Boy, παιδί, αγοριών, αγόρι που
Μεταφράσεις: επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, αγόρι, Boy, παιδί, αγοριών, αγόρι που