Gróður στα ελληνικά

Μετάφραση: gróður, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπτυξη, όγκος, βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
Gróður στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gróa στα ελληνικά - επουλώνομαι, αυξάνομαι, επουλώνω, μεγαλώνω, γιατρεύω, επούλωση, θεραπεία, ...
  • gróðrarhús στα ελληνικά - θερμοκήπιο
  • gröf στα ελληνικά - τάφος, τύμβος, ορυχείο, καίριος, λάκκος, γραφήματα, διαγράμματα, ...
  • grýttur στα ελληνικά - φτιαγμένος, πέτρινη, λιθοβολήθηκε, λιθοβολούνται, χωρίς πυρήνα
Τυχαίες λέξεις
Gróður στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπτυξη, όγκος, βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση