Innsær στα ελληνικά

Μετάφραση: innsær, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαισθητικός, διαισθητικά, ενστικτωδώς, διαισθητικό, διαίσθηση
Innsær στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innspýting στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
  • innsæi στα ελληνικά - διορατικότητα, εικόνα, γνώση, εικόνα για, αντίληψη
  • innvortis στα ελληνικά - εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
  • iðinn στα ελληνικά - εργατικός, επιμελής, επιμελώς, επιμέλεια, με επιμέλεια, επιμελώς για, επιμελή
Τυχαίες λέξεις
Innsær στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαισθητικός, διαισθητικά, ενστικτωδώς, διαισθητικό, διαίσθηση