Δοκάρι στα ισλανδικά
Μετάφραση: δοκάρι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stólpi, póstur, út, fram, úr, á, þarna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκάρι
τετραπλό δοκάρι, δοκάρι και μέσα, ανεστραμμένο δοκάρι, γκολ δοκάρι, δοκάρι βικιλεξικο, δοκάρι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δοκάρι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διώρυγα στα ισλανδικά - skurður, Canal, Skurðurinn, síki, skurðinum
- δοιάκι στα ισλανδικά - stýri, Tiller, stýrissveif
- δοκίμια στα ισλανδικά - grein, ritgerðir, ritgerðum, Ritgerð, Ritgerðirnar
- δοκίμιο στα ισλανδικά - grein, sönnun, sönnun þess, sannanir, sönnun fyrir
Τυχαίες λέξεις
Δοκάρι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stólpi, póstur, út, fram, úr, á, þarna
Μεταφράσεις: stólpi, póstur, út, fram, úr, á, þarna