Acoplamiento στα ελληνικά

Μετάφραση: acoplamiento, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλώσημα, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
Acoplamiento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acopiar στα ελληνικά - περισυλλέγω, συλλέγω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, ...
  • acoplado στα ελληνικά - νταλίκα, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
  • acoplar στα ελληνικά - ζευγάρι, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο
  • acoplarse στα ελληνικά - ζευγάρι, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
Τυχαίες λέξεις
Acoplamiento στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλώσημα, απομόνωση, πιάνω, αρπάζω, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση