Απομόνωση στα ισπανικά
Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acoplamiento, embrague, aislamiento, el aislamiento, de aislamiento, aislada, aislamiento de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομόνωση
απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας ισπανικά, απομόνωση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- απομονωμένος στα ισπανικά - separado, aislado, solitario, retirado, aislados, aislada, aisladas, ...
- απομονώνω στα ισπανικά - apartar, aislar, aislar a, de aislar, aislamiento, aislado
- απονέμω στα ισπανικά - conferir, esparcir, administrar, espaciar, adjudicar, erogar, distribuir, ...
- απονομή στα ισπανικά - otorgamiento, atribución, concesión, la atribución, una atribución
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: acoplamiento, embrague, aislamiento, el aislamiento, de aislamiento, aislada, aislamiento de
Μεταφράσεις: acoplamiento, embrague, aislamiento, el aislamiento, de aislamiento, aislada, aislamiento de